Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πολιῆς ἁλός

См. также в других словарях:

  • LOTIO — inter Sacrorum ritus frequens, apud Gentiles, Iudaeos Christianos. Nam et Gentiles Lotiones in Sacris olim habuêre cum in peccatorum labe expianda; quae flumineâ aquâ tolli, stulte et non sine poetarum irrisu, credebant: tum in initiatione et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHOCA — inter minora cete, talia enim Phoca, delphin, hippopotamus; sicut maiora Pristis, orea, balena. E quibus phoca et hippopotamus pilos, pedesque et collum habent: at balenae et delphini corium glabrum et pinnae pro pedibus et pro collo fistula in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξαναδύομαι — ἐξαναδύομαι (Α) (αποθ.) 1. ανεβαίνω στην επιφάνεια τού νερού, αναδύομαι από κάτι («ἀμφὶ δέ μιν φῶκαι... ἀθρόαι εὔδουσιν, πολιῆς ἁλὸς ἐξαναδῡσαι» και γύρω του κοπάδια οι φώκιες κοιμούνται, αφού αναδύθηκαν από την αφρισμένη θάλασσα, Ομ. Οδ.) 2. (με …   Dictionary of Greek

  • ηΰτε — ἠΰτε (Α) (επικ. επιρρ. μόριο) καθώς, ακριβώς όπως, ακριβώς σαν («ἀνέδυ πολιῆς ἁλὸς ἠύτ ὁμίχλη» αναδύθηκε από την αφρόλευκη θάλασσα σαν ομίχλη, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ή, η (Fέ «ή» και *υτε που αντιστοιχεί ακριβώς προς το αρχ. ινδ. uta «και,… …   Dictionary of Greek

  • λαίτμα — λαῑτμα, ατος, τὸ (Α) 1. βάθος, άβυσσος τής θάλασσας, βυθός («τόν... πολιῆς ἁλὸς ἐς μέγα λαῑτμα ῤῑψ ἐπιδινήσας, βόσιν ἰχθύων», Ομ. Ιλ.) 2. θαλάσσιο πέρασμα 3. πέλαγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαῖ τμα ανάγεται στο θ. τής λ. λαιμός και εμφανίζει επίθημα μα με …   Dictionary of Greek

  • ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»